- ξετρέχω
- 1. τρέχω πίσω από κάποιον, ακολουθώ κάποιον τρέχοντας2. μτφ. επιδιώκω κάτι με μεγάλη σπουδή («πολλοί ξετρέχουνε το πλούτος, μα λιγοστοί τό φτάνουν», παροιμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξέτρεξα (βλ. και λ. ξ[ε]-), αόρ. του ἐκτρέχω με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.