ξετρέχω

ξετρέχω
1. τρέχω πίσω από κάποιον, ακολουθώ κάποιον τρέχοντας
2. μτφ. επιδιώκω κάτι με μεγάλη σπουδή («πολλοί ξετρέχουνε το πλούτος, μα λιγοστοί τό φτάνουν», παροιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξέτρεξα (βλ. και λ. ξ[ε]-), αόρ. του ἐκτρέχω με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοψιάρης — έα, ικο, θηλ. και κοψαρέ (Μ κοψιάρης, έα, ικο) νεοελλ. αυτός που αποχωρίζεται από την ομάδα («σαν μιαν αίγα κοψαρέ στα όρη σε ξετρέχω», Πανώρ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ κοψιάρης ο λιποτάκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + κατάλ. ιάρης (πρβλ. παλαβ ιάρης,… …   Dictionary of Greek

  • μπερδεμός — ο [μπερδεύω] μπέρδεμα («και πάσκω και ξετρέχω να βγω από τέτοιο μπερδεμό», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”